![]() |
ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ του δρόμου, εκεί που οι ταμπέλες γράφουν Αχλαδερή, Μονόδρι, Βρύση, η ιστορία μοιάζει να έχει παγώσει σε μια αιώνια αναμονή. Είναι οι εργάτες του λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου, φιγούρες σκαμμένες από την ίδια τη γη που δάμαζαν, που στέκονται ακόμα εκεί, στη νοητή γραμμή της επιστροφής. Με το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του ορίζοντα, περιμένουν τα φορτηγά-καμιόνια, εκείνα τα βαριά οχήματα που θα τους μεταφέρουν πίσω στη ζωή, πίσω στη ζεστασιά ενός σπιτικού που τους καρτερά.
Η βάρδια έχει τελειώσει, όμως το βάρος της δεν τους εγκαταλείπει. Κατάκοποι, με τα χέρια ροζιασμένα και τις πλάτες κυρτές από τον μόχθο, νοσταλγούν τη λύτρωση. Ένα πιάτο ζεστό φαγητό και λίγες ώρες ύπνου πριν το επόμενο προσκλητήριο. Τα πρόσωπά τους, όταν τα κοιτάς σήμερα στις παλιές φωτογραφίες, μοιάζουν με ήρωες από ασπρόμαυρο κινηματογράφο μιας Ελλάδας που δεν λύγισε. Είναι πρόσωπα γνωστά, δικά μας, που κουβαλούν πάνω τους μια ολόκληρη εποχή, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τότε που η μοίρα της Εύβοιας γραφόταν με κάρβουνο και αλμύρα.
Στις γαλαρίες του Μπρινιά, εκεί που το φως του ήλιου δεν έφτανε ποτέ, ο Μήτσος, ο Βαγγέλης, ο Παναγιώτης και εκατοντάδες άλλοι, γίνονταν ένα με το σκοτάδι. Η σκόνη του λιγνίτη, ανακατεμένη με τον καυτό ιδρώτα, δεν σμίλευε μόνο τα χαρακτηριστικά τους, σμίλευε τις ίδιες τις συνειδήσεις τους. Η δουλειά εκεί κάτω απαιτούσε μπράτσα ατσάλινα, αλλά κυρίως απαιτούσε χαρακτήρα από μάρμαρο. Σε ένα περιβάλλον όπου η «εντολή» της διοίκησης καθόριζε όχι μόνο το μεροκάματο αλλά και τα «πολιτικά πιστεύω», η αντίρρηση στον επιστάτη ήταν ένας κίνδυνος που μπορούσε να οδηγήσει στην απόλυση και την ανέχεια. Κι όμως, άντεχαν.
Σήμερα, ο Παναγιώτης, έχοντας περάσει το κατώφλι των εννενήντα χρόνων, θυμάται εκείνα τα χρόνια με μια διαύγεια που συγκλονίζει. «Δουλεύαμε σκληρά, παιδί μου», λέει, και στα μάτια του καθρεφτίζεται η λάμψη της γαλαρίας. «Δεν είχαμε την αίσθηση του κινδύνου, ίσως γιατί η ανάγκη για επιβίωση ήταν πιο δυνατή από τον φόβο. Ακόμα κι αν τρέμαμε το βουνό πάνω από το κεφάλι μας, πάλι θα μπαίναμε μέσα. Έπρεπε να ζήσομε τις οικογένειές μας. Δουλειές δεν υπήρχαν αλλού. Αυτός ο λιγνίτης, που έβγαινε με τόσο αίμα στην επιφάνεια, ήταν η κινητήριος δύναμη για το εργοστάσιο της ΔΕΗ, το φως που έφτανε στις πόλεις...»
Και κάθε ηλιοβασίλεμα στο δρόμο της επιστροφής, καθώς το καμιόνι αγκομαχούσε στις ανηφόρες για την Οκτωνιά και τον Κρεμαστό, η προσμονή για ένα πιάτο σπιτικό φαγητό και ένα χάδι στην πόρτα του σπιτιού γινόταν η μόνη τους λύτρωση.
Μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στην επιφάνεια και το βάθος, ανάμεσα στη σιωπή της στοάς και το βουητό της μηχανής. Όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Θόδωρος Αγγελόπουλος, ήταν μια «αιωνιότητα και μια μέρα» — μια μέρα που επαναλαμβανόταν αδιάκοπα, σμιλεύοντας την ταυτότητα ενός ολόκληρου τόπου πάνω στη θυσία και την αξιοπρέπεια του εργάτη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου